- μουνάξ
- μουνάξ, Adv., ([etym.] μοῦνος)A singly,
ὀρχήσασθαι Od.8.371
; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀρχήσασθαι Od.8.371
; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] … Dictionary of Greek
μουνάξ — singly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάξ — (ΑΜ) επίρ. βλ. μουνάξ … Dictionary of Greek